προπερισπωμενος

προπερισπωμενος
    προπερισπώμενος
    προ-περισπώμενος
    3
    грам. имеющий облеченное ударение на предпоследнем слоге

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "προπερισπωμενος" в других словарях:

  • προπερισπώμενος — η, ο (για λέξεις), αυτός που παίρνει περισπωμένη στην παραλήγουσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προπερισπώμενος — προπερισπάω circumflex the penultimate pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυζαντινός — ή, ό 1. ο κάτοικος του Βυζαντίου 2. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από το Βυζάντιο 3. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο Βυζάντιο («βυζαντινή τέχνη, ιστορία, μουσική κ.λπ.») 4. το ουδ. ως ουσ. το βυζαντινό α) χρυσό ή ασημένιο νόμισμα του Βυζαντίου… …   Dictionary of Greek

  • προπερισπωμένως — Α επίρρ. με περισπωμένη στην παραλήγουσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προπερισπώμενος, μτχ. μέσ. ενεστ. τού προπερισπῶ] …   Dictionary of Greek

  • προπερισπώ — προπερισπῶ, άω, ΝΑ γραμμ. τονίζω με περισπωμένη την παραλήγουσα λέξης νεοελλ. (η μτχ. μέσ. ενεστ.) προπερισπώμενος, ένη, ο αυτός που παίρνει περισπωμένη στην παραλήγουσα («προπερισπώμενη λέξη» λέξη που τονίζεται με περισπωμένη στην παραλήγουσα σε …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»